Λουί, Πιερ

Λουί, Πιερ
(Pierre Louys, Γάνδη 1870 – Παρίσι 1925). Γάλλος συγγραφέας. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, σπούδασε στο λύκειο Ζανσόν ντε Σεγί και στη Σορβόνη. Σε ηλικία 21 ετών άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Η κόγχη, στο οποίο συνεργάζονταν οι λογοτέχνες Ζιντ και Βαλερί. Η παρθενική του ωστόσο εμφάνιση στον χώρο των γραμμάτων πραγματοποιήθηκε την περίοδο της φοίτησής του στη Σορβόνη, οπότε εξέδωσε τη μικρή ποιητική συλλογή Αστάρτη (1891), που κυκλοφόρησε σε λίγα αντίτυπα. Το 1893 μετέφρασε ποιήματα του Μελέαγρου και κείμενα του Λουκιανού, ενώ ταυτόχρονα καταπιάστηκε με τη συγγραφή διηγημάτων, τα οποία σε θεματολογικό επίπεδο αφορούσαν την περίοδο των ελληνιστικών χρόνων (Λήδα, Αριάδνη, Δανάη). Αξιοσημείωτο υπήρξε το ενδιαφέρον του για την ελληνική λογοτεχνία, ενώ οι απομιμήσεις του σε ελληνικά ποιήματα ήταν τόσο αυθεντικές, ώστε οι κριτικοί τις θεωρούσαν πιστές μεταφράσεις κειμένων που είχαν ανακαλυφθεί πρόσφατα. Έναν χρόνο αργότερα δημοσίευσε Τα τραγούδια της Βιλιτώς (1894), πεζά ποιήματα, μέσω των οποίων παραπλάνησε τους κριτικούς, διασπείροντας τη φήμη πως τα είχε γράψει μια εταίρα το 600 π.Χ. και πως εκείνος τα μετέφρασε από μια σπανιότατη έκδοση. Μεγάλη απήχηση είχε το μυθιστόρημά του Αφροδίτη (1896), που πραγματεύεται τον δυνατό έρωτα του γλύπτη Δημήτριου και της όμορφης εταίρας Χρυσηίδας. Ανάμεσα στα έργα του συγκαταλέγονται επίσης τα: Η γυναίκα και το νευρόσπαστο (1898), το οποίο συνέταξε επηρεασμένος μάλλον από ένα επεισόδιο των απομνημονευμάτων του Καζανόβα, το παράξενο διήγημα Οι περιπέτειες του βασιλιά Ποζόλ, με θέμα τον έρωτα και την ηδονή, και τα διηγήματα Σεγκουίνες (1903), Αρχιπέλαγος (1906) κ.ά. με παρόμοια θεματογραφία. Βασικό γνώρισμα των κειμένων του αποτελεί η φιληδονία, καθώς και το ύφος τους, με το οποίο υμνεί τις απολαύσεις και την ομορφιά της σάρκας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ζερικό, Ζαν Λουί Αντρέ Τεοντόρ — (Jean Louis André Théodore Géricault, Ρουέν 1791 – Παρίσι 1824). Γάλλος ζωγράφος. Λίγα χρόνια μετά τη γέννησή του η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ο Ζ. σπούδασε στο κολέγιο του Λουδοβίκου του Μεγάλου και στα εργαστήρια του Καρλ… …   Dictionary of Greek

  • Λοτί, Πιερ — (Pierre Loti, 1850 – 1923). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου συγγραφέα και ακαδημαϊκού Λουί Μαρί Ζιλιέν Βιό (Louis Marie Julien Viaud). Ο Λ. ήταν αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού και με την ιδιότητά του αυτή ταξίδεψε στην Ιαπωνία, στη Σενεγάλη …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • εξωτισμός — Τάση επιλογής, στην καλλιτεχνική και λογοτεχνική παραγωγή, θεμάτων και μοτίβων, γεγονότων και μορφών, συνηθειών και τοπίων άλλων χωρών, εξαιρετικά πλούσιων σε γραφικότητα και τοπικό χρώμα, έτσι που, με τη συνδρομή του στοιχείου του ερωτισμού ή… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • υπερρεαλισμός ή σουρεαλισμός — Λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό πρωτοποριακό κίνημα του προηγούμενου αιώνα. Διακρίνεται από τα άλλα πρωτοποριακά κινήματα για την τάση να παρουσιάζεται ως ολοκληρωμένο σύστημα ιδεών και αρχών, η ουσία του οποίου δεν περιορίζεται μόνο στη λογοτεχνική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”